θλάσῃ

θλάσῃ
θλάσηι , θλάσις
crushing
fem dat sg (epic)
θλάω
crush
aor subj mid 2nd sg
θλάω
crush
aor subj act 3rd sg
θλάω
crush
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θλάση — η 1. σπάσιμο. 2. κάκωση και αλλοίωση των ιστών του σώματος: Ο ποδοσφαιριστής αυτός έπαθε θλάση των μυών και για πολύ καιρό δε θα παίξει. – Θλάση των αγγείων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θλάση — η (ΑΜ θλάσις) [θλω] σπάσιμο, συντριβή, θραύση, ρήξη, σύνθλιψη, κομμάτιασμα, τσάκισμα νεοελλ. 1. ιατρ. ρήξη τών ιστών, χωρίς λύση τής συνέχειας τού δέρματος, που προκαλείται από αμβλύ όργανο και συνοδεύεται συνήθως από εκχυμώσεις ή εσωτερική… …   Dictionary of Greek

  • ένθλαση — η και ένθλασμα, το (Α ἔνθλασις) [ενθλώ] η προς τα μέσα θλάση, η κοίλανση που προκαλείται από ισχυρή πίεση, το ζούλιγμα …   Dictionary of Greek

  • έσφλασις — ἔσφλασις, ἡ (Α) [εσφλώμαι] η θλάση τού κρανίου που προέρχεται από πίεση προς τα μέσα …   Dictionary of Greek

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… …   Dictionary of Greek

  • διακοπή — η (AM διακοπή) [διακόπτω] το να διακόπτεται κάτι νεοελλ. 1. παύση, προσωρινή ή οριστική, αναστολή, σταμάτημα, λύση τής συνέχειας 2. αντιλογία, ερώτηση σε ομιλητή η οποία τόν υποχρεώνει να σταματήσει 3. στον πληθ. οι διακοπές α) χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • είσφλασις — εἴσφλασις η (Α) θλάση προς τα μέσα …   Dictionary of Greek

  • εκχύμωση — Διασκόρπιση αίματος στους μαλακούς ιστούς του σώματος, με αιτία το χτύπημα ή την πίεση από αμβλύ όργανο. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί και στην πορεία νόσου με αιμορραγική διάθεση, καθώς και έπειτα από ασφυξία ή κατάψυξη. Η ε. έχει αρχικά χρώμα… …   Dictionary of Greek

  • εμπίεσμα — το (AM ἐμπίεσμα) 1. αυτό που έχει προκληθεί από πίεση προς τα μέσα 2. κάταγμα πλατέος οστού με υποχώρηση τού σπασμένου τμήματος προς τα μέσα νεοελλ. θλάση ή εκδορά στην εσωτερική επιφάνεια τών πίσω ποδιών τού ίππου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”